- πάρφασις
- πάρ-φασις (παράφημι): persuasion, allurement, Il. 14.317†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πάρφασις — άσεως, ή, Α (ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι) … Dictionary of Greek
πάρφασις — παράφασις address fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek